κληρωτίδα

κληρωτίδα
η
δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για την κλήρωση, κάλπη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κληρωτίδα — η (Α κληρωτίς, ίδος) κάδος ή κιβώτιο ή δοχείο στο οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση, ψηφοδόχος κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] …   Dictionary of Greek

  • εκκυβεύω — (AM ἐκκυβεύω) νεοελλ. βγάζω από την κληρωτίδα τους λαχνούς που κερδίζουν, κληρώνω αρχ. 1. παίζω κύβους 2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω 3. παθ. νικιέμαι στους κύβους …   Dictionary of Greek

  • εκκύβευση — η η εξαγωγή λαχνών από την κληρωτίδα …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • κήτιον — κήτιον, τὸ (Α) 1. είδος άγριου πράσου που χρησιμοποιούνταν ως εμετικό 2. (κατά τον Ησύχ.) κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήθιον (< κηθίς* «ψηφοδόχος») με απώλεια τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • κανονίς — κανονίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός χάρακας 2. σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούσαν κατά σειρά τα πινάκια τών ηλιαστών που έβγαιναν από την κληρωτίδα 3. στον πληθ. αἱ κανονίδες οι εγκάρσιες ράβδοι που χρησιμοποιούνταν για τον ευθειασμό τών μηχανών.… …   Dictionary of Greek

  • κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] …   Dictionary of Greek

  • κηθίς — κηθίς, ίδος, ἡ (Α) αγγείο στο οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι, κάλπη, κληρωτίδα, ψηφοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με μυκηναϊκό kati «είδος αγγείου με μικρές λαβές»] …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”